lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα σουηδικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
backe, berg, höjd, höjning, klint, kulle, napp, spene, upphöjning, ås, åsrygg
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα σουηδικά, backe στα ελληνικά
λόφος στα σουηδικά