lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λόφος στα γαλλικά

Λέξη:
λόφος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (17):
butte, colline, coteau, côte, estrade, exhaussement, hauteur, mamelon, montagnette, monticule, montée, proéminence, soupente, tertre, élévation, éminence, érection
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά λόφος, λόφος φιλοπάππου χάρτης, λόφος φιλοπάππου, λόφος στρέφη, λόφος σικελίας, λόφος πνύκας, λόφος στα γαλλικά, butte στα ελληνικά
λόφος στα γαλλικά