lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγω στα ιταλικά

Λέξη:
πνίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
affogare, soffocare, strangolare, strozzare, reprimere, rimuovere, smorzare, asfissiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πνίγω, πνίγω στα ιταλικά, affogare στα ελληνικά
πνίγω στα ιταλικά