lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγω στα ουκρανικά

Λέξη:
πνίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
вгамуйте, виконайтеся, вчинити, вчиняти, віяти, гасити, гасіть, глушити, дмухати, дмухнути, дросель, дути, душити, загасити, задихатися, задихніться, задушувати, задушіть, зайнятися, зробити, подути, пориньте, потушити, придушення, робити, стусан, тушити, тушкувати, удар
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πνίγω, πνίγω στα ουκρανικά, вгамуйте στα ελληνικά
πνίγω στα ουκρανικά