lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγω στα λευκορωσίας

Λέξη:
πνίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
душыць, надушваць, гасіць, глушыць, тушыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πνίγω, πνίγω στα λευκορωσίας, душыць στα ελληνικά
πνίγω στα λευκορωσίας