lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγω στα ρωσικά

Λέξη:
πνίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
дросселировать, душить, заминать, глушить, заглушать, тушить, задушить, придушить, стушить, удушить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πνίγω, πνίγω στα ρωσικά, дросселировать στα ελληνικά
πνίγω στα ρωσικά