lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πνίγω στα γερμανικά

Λέξη:
πνίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (10):
abgedrosselt, drosseln, dämpfen, dünsten, erdrosseln, ersticken, erwürgen, schmoren, sticken, würgen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πνίγω, πνίγω στα γερμανικά, abgedrosselt στα ελληνικά
πνίγω στα γερμανικά