lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπάτι στα σουηδικά

Λέξη:
μονοπάτι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
allé, bana, bane, fil, gång, led, linje, route, räls, spår, stig, stil, sträcka, stråt, väg
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μονοπάτι, μονοπάτι του κάκαβου, μονοπάτι του διαβόλου, μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι παρνασσού 2014, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι στα σουηδικά, allé στα ελληνικά
μονοπάτι στα σουηδικά