lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καταστολή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attenuation, repression, reprisal, strangulation, suppression
καταστολή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
potlačení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
repression
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
undertrykkelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amortiguación, represión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
répression
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rappresaglia, repressione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
репрессалия, репрессия
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
репресия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рэпрэсія
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
репресія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
represja, tłumienie

Σχετικές λέξεις

καταστολή συνώνυμα, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή μεθ, καταστολή σμηνουργίας, καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματοσ, καταστολή στη μεθ, καταστολή βικιπαιδεια