lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κομμωτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
barber, hairdresser, hairstylist
κομμωτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
holič, kadeřník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
friseur, frisör, haarschneider
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
barber, frisør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peinador, peluquero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coiffeur, perruquier, pommader
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barbiere, parrucchiere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barber, barberere, frisør
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парикмахер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barberare, frisör
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
berber
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фризьор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
цырульнік
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kampaaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brijač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
borbély, fodrász
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabeleireiro, pequeno
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
frizer
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
brivec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перукар
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
fryzjer

Σχετικές λέξεις

κομμωτής αυτοκτόνησε, κομμωτής με πλαστό πτυχίο νοσηλευτικής διορίστηκε διοικητής νοσοκομείου, κομμωτήσ τεχνικόσ περιποίησησ κόμησ, κομμωτήριο ονειροκρίτης, κομμωτήριο στο σπίτι, κομμωτής ελεονώρας μελέτη, κομμωτήσ στέφανοσ βασιλάκησ, κομμωτής καστρί, κομμωτής του κολωνακίου, κομμωτής στα αγγλικά