lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απότομος στα λευκορωσίας

Λέξη:
απότομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
нацягнуты, непамяркоўны, няроўны, шурпаты
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας απότομος, απότομος συνώνυμο, απότομος συνώνυμα, απότομος πονοκέφαλος, απότομος μετάφραση, απότομος ελιγμός αναστάτωσε τους επιβάτες του «festos palace», απότομος στα λευκορωσίας, нацягнуты στα ελληνικά
απότομος στα λευκορωσίας