lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απότομος στα πορτογαλικά

Λέξη:
απότομος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
abrasivo, abrupto, acre, agreste, basto, bronco, brusco, chocante, cru, escarpado, grosseiro, ronco, rude, áspero, íngreme
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά απότομος, απότομος συνώνυμο, απότομος συνώνυμα, απότομος πονοκέφαλος, απότομος μετάφραση, απότομος ελιγμός αναστάτωσε τους επιβάτες του «festos palace», απότομος στα πορτογαλικά, abrasivo στα ελληνικά
απότομος στα πορτογαλικά