lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα τσεχική

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
dráždit, klamat, lákat, nalákat, navnadit, odloudit, oklamat, okouzlit, podvést, pokoušet, poutat, přilákat, přitahovat, přivábit, svádět, svést, vlákat, vnadit, vábit, zkazit, zlákat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα τσεχική, dráždit στα ελληνικά
δελεάζω στα τσεχική