lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκμεταλλεύομαι στα λευκορωσίας

Λέξη:
εκμεταλλεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
выкарыстаць, выкарыстоўваць, скарыстаць, скарыстоўваць, ужыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι συνωνυμο, εκμεταλλεύομαι συνωνυμα, εκμεταλλεύομαι στα αγγλικα, εκμεταλλεύομαι παθητικη, εκμεταλλεύομαι μεταφραση, εκμεταλλεύομαι στα λευκορωσίας, выкарыстаць στα ελληνικά
εκμεταλλεύομαι στα λευκορωσίας