lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φτιάχνω στα ουγγρική

Λέξη:
φτιάχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
javít, javítani, kijavítani, megállapítani, megszabni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική φτιάχνω, φτιάχνω τυρί, φτιάχνω σαπούνι μόνος μου, φτιάχνω σαπούνι, φτιάχνω προζύμι, φτιάχνω μόνος μου καλλυντικά, φτιάχνω στα ουγγρική, javít στα ελληνικά
φτιάχνω στα ουγγρική