lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκμεταλλεύομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
εκμεταλλεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
використати, використовувати, передбачати, передбачити, передбачте, передчувати, сподіватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι συνωνυμο, εκμεταλλεύομαι συνωνυμα, εκμεταλλεύομαι στα αγγλικα, εκμεταλλεύομαι παθητικη, εκμεταλλεύομαι μεταφραση, εκμεταλλεύομαι στα ουκρανικά, використати στα ελληνικά
εκμεταλλεύομαι στα ουκρανικά