lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκμεταλλεύομαι στα τσεχική

Λέξη:
εκμεταλλεύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 14)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
vykořistit, vykořisťovat, vytěžit, využívat, zneužít, zneužívat, zužitkovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι συνωνυμο, εκμεταλλεύομαι συνωνυμα, εκμεταλλεύομαι στα αγγλικα, εκμεταλλεύομαι παθητικη, εκμεταλλεύομαι μεταφραση, εκμεταλλεύομαι στα τσεχική, vykořistit στα ελληνικά
εκμεταλλεύομαι στα τσεχική