lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
esculpir, cortar, podar, recortar, trinchar, chacinar, massacrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα πορτογαλικά, esculpir στα ελληνικά
σκαλίζω στα πορτογαλικά