lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μήτρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bosom, bosoms, lap, pubes, uterus, womb
μήτρα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
děloha, lůno, prsa, srdce, uterus, záňadří, ňadra
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brust, busen, gebärmutter, schoß, uterus
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
barm, bryst, fang, livmoder, livmor, skjød, uterus
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
madre, matriz, pecho, seno, útero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entrailles, giron, matrice, sein, utérus
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grembo, mammella, seno, tetta, utero
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barm, bryst, fang, livmor, morsliv, skjød, uterus
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грудь, лоно, матка, утроба, чрево
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fång, knä, livmoder, uterus
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bark, gji
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гърда, матка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
матка, улонне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
emakas, rind, üsk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helma, kohtu, nisä, rinta, syli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grudi, njedra
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kebel, mell, méh, öl
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gimda, krūtis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colo, feito, madre, matriz, peito, seio, seno, tórax, útero
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
maternica
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лоно, матка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
macica, łono

Σχετικές λέξεις

μήτρα bcg, μήτρα ανατομία, μήτρα στα αγγλικά, μήτρα general electric, μήτρα ansoff, μήτρα σε σχήμα καρδιάς, μήτρα του ansoff, μήτρα με κλίση προς τα πίσω, μήτρα στην εγκυμοσύνη, μήτρα στρατηγικού σχεδιασμού