lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μποτιλιάρισμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bung, cork, gridlock, jam, logjam, plug, stopper
μποτιλιάρισμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
korek, ucpat, zacpat, zatarasit, zátka, čep, špunt
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kork, korken, pfropf, pfropfen, spund, stau, stopfen, stoppzeit, stöpsel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kork, proppe, skrukork
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corcho, fusible, tampón, tapadero, tapar, tapón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucher, bouchon, embouteillage, embouteiller, liège, talonnette, tampon
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sughero, tampone, tappare, tappo, turacciolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kork, korka, propp, proppe, skrukork
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закупоривать, затыкать, пробка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kork, korka, propp
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корк
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
затор, затычка, корак, пробка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pistik, punn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korkki, tukko, tulppa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čep
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dugasz, dugó, parafa, paratölgy
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kaištis, kamštis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bucha, corcho, cortiça, rolha, tampa, tampos
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
zamašek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кран, плавка, пробка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
korek, korkować

Σχετικές λέξεις

μποτιλιάρισμα στους ουρανούς απίστευτο βίντεο με την εναέρια κυκλοφορία, μποτιλιάρισμα θεσσαλονίκη, μποτιλιάρισμα συνώνυμα