lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρσενικός στα νορβηγικά

Λέξη:
αρσενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
hankjønn, karslig, mandig, manndom, mannlig, maskulin, viril
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αρσενικός, αρσενικόσ ζιγκολό, αρσενικός σκύλος, αρσενικός ζιγκολό ωραίος & ευρωπαίος, αρσενικός ζιγκολό alpha, αρσενικός γάτος, αρσενικός στα νορβηγικά, hankjønn στα ελληνικά
αρσενικός στα νορβηγικά