lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρσενικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
αρσενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
macho, masculino, varonil, viril
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αρσενικός, αρσενικόσ ζιγκολό, αρσενικός σκύλος, αρσενικός ζιγκολό ωραίος & ευρωπαίος, αρσενικός ζιγκολό alpha, αρσενικός γάτος, αρσενικός στα πορτογαλικά, macho στα ελληνικά
αρσενικός στα πορτογαλικά