lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρσενικός στα σουηδικά

Λέξη:
αρσενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
manlig, mannlig, maskulin, viril
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αρσενικός, αρσενικόσ ζιγκολό, αρσενικός σκύλος, αρσενικός ζιγκολό ωραίος & ευρωπαίος, αρσενικός ζιγκολό alpha, αρσενικός γάτος, αρσενικός στα σουηδικά, manlig στα ελληνικά
αρσενικός στα σουηδικά