lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αρσενικός στα ουκρανικά

Λέξη:
αρσενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
відважний, змужнілий, мужній, спортсменський, чоловічий, чоловічій, чоловічої, чоловічою
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αρσενικός, αρσενικόσ ζιγκολό, αρσενικός σκύλος, αρσενικός ζιγκολό ωραίος & ευρωπαίος, αρσενικός ζιγκολό alpha, αρσενικός γάτος, αρσενικός στα ουκρανικά, відважний στα ελληνικά
αρσενικός στα ουκρανικά