lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μάχομαι στα νορβηγικά

Λέξη:
μάχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (11):
bekjempe, fekte, kjempe, slag, slagsmål, slåss, streve, strid, stride, tvist, utkjempe
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μάχομαι, μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι στα νορβηγικά, bekjempe στα ελληνικά
μάχομαι στα νορβηγικά