lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μάχομαι στα δανική

Λέξη:
μάχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
kæmpe, slag, slagsmål, slås, strid, stride, tvist
Σχετικές λέξεις:
δανική μάχομαι, μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι στα δανική, kæmpe στα ελληνικά
μάχομαι στα δανική