lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μάχομαι στα ρωσικά

Λέξη:
μάχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
бороть, воевать, сражать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μάχομαι, μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι στα ρωσικά, бороть στα ελληνικά
μάχομαι στα ρωσικά