lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα νορβηγικά

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (6):
general, generell, kapital, primær, prinsipiell, sentral
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα νορβηγικά, general στα ελληνικά
πρωταρχικός στα νορβηγικά