lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα αγγλικά

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (19):
capital, cardinal, central, chief, exquisite, foremost, general, grand, high, highest, leading, main, mainstream, major, paramount, primal, primary, principal, salient
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα αγγλικά, capital στα ελληνικά
πρωταρχικός στα αγγλικά