lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα ιταλικά

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
basilare, capitale, cardinale, centrale, eminente, essenziale, generale, generico, maestro, precipuo, primario, primo, principale
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα ιταλικά, basilare στα ελληνικά
πρωταρχικός στα ιταλικά