lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα φινλανδικά

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
ensimmäinen, keskeinen, keskus, pääoma, yleinen
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα φινλανδικά, ensimmäinen στα ελληνικά
πρωταρχικός στα φινλανδικά