lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταρχικός στα τσεχική

Λέξη:
πρωταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (25):
celkový, centrální, důležitý, generál, generální, hlavní, jistina, kapitál, kardinální, podstatný, povšechný, první, prvotní, přední, střední, středový, valný, velkolepý, vojevůdce, všeobecný, základní, zásadní, ústředna, ústřední, čelný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πρωταρχικός, πρωταρχικόσ συνώνυμα, πρωταρχικόσ παράγοντασ, πρωταρχικός συνώνυμο, πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στόχος νομισματικής πολιτικής ευρωσυστήματος, πρωταρχικός στα τσεχική, celkový στα ελληνικά
πρωταρχικός στα τσεχική