lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ντουλάπι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cabinet, closet, cupboard, locker
ντουλάπι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
almara, kartotéka, skříň, šatník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehäuse, schrank, schränkchen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skab
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armario
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
armoire, fichier, habitacle, médaillier, placard, serre-papiers, vitrine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
armadio, scaffale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шкаф, шкафчик
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dollap
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шкаф
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шафа, шафка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaappi, komero, vaatekomero
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ormar, vitrina
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
faliszekrény, konyhaszekrény, szekrényke
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
spinta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
armário, estante
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kabinet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шафа, шафка, шафку
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szafka

Σχετικές λέξεις

ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπι κουζίνας, ντουλάπι μπάνιου κρεμαστό, ντουλάπι εντοιχισμού πλυντηρίου, ντουλάπι για πλυντήριο, ντουλάπι αγγλικά, ντουλάπι πλυντηρίου, ντουλάπι νιπτήρα, ντουλάπι μπάνιου με καθρέφτη, ντουλάπι τοίχου