lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα ουγγρική

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (6):
megkönnyíteni, enyhíteni, megnyugszik, nyugodt, csillapítani, mérsékelni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ανακουφίζω, ανακουφίζω στα ουγγρική, megkönnyíteni στα ελληνικά
ανακουφίζω στα ουγγρική