lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα πολωνική

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
ulżyć, uśmierzać, uśmierzyć, uspokoić, złagodzić, łagodzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ανακουφίζω, ανακουφίζω στα πολωνική, ulżyć στα ελληνικά
ανακουφίζω στα πολωνική