lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα ρωσικά

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
облегчать, облегчить, полегчать, скрасить, скрашивать, смирять, смягчать, смягчить, умерять, унять, успокаивать, успокоить, утолять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανακουφίζω, ανακουφίζω στα ρωσικά, облегчать στα ελληνικά
ανακουφίζω στα ρωσικά