lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα γερμανικά

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
entlasten, erleichtern, besänftigen, lindern, stillen, trösten, beruhigen, mildern, gelindert
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανακουφίζω, ανακουφίζω στα γερμανικά, entlasten στα ελληνικά
ανακουφίζω στα γερμανικά