lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (11):
заспакойваць, заспакоіць, змякчаць, памякчаць, суняць, суцішаць, суцішыць, сцішаць, сцішваць, сцішыць, уціхамірыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανακουφίζω, ανακουφίζω στα λευκορωσίας, заспакойваць στα ελληνικά
ανακουφίζω στα λευκορωσίας