lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακουφίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
ανακουφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
keventää, huojentaa, lieventää, lepyttää, hiljentää, helpottaa, hillitä, vaimentaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ανακουφίζω, ανακουφίζω στα φινλανδικά, keventää στα ελληνικά
ανακουφίζω στα φινλανδικά