lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμο στα ουγγρική

Λέξη:
καύσιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
opál, fűtés, tüzelő, hajtóanyag, üzemanyag
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καύσιμο, καύσιμο υδρογόνο, καύσιμο υβριδικό, καύσιμο λίπους, καύσιμο για φοντύ, καύσιμο για kerosun, καύσιμο στα ουγγρική, opál στα ελληνικά
καύσιμο στα ουγγρική