lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμο στα βουλγαρικά

Λέξη:
καύσιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά καύσιμο, καύσιμο υδρογόνο, καύσιμο υβριδικό, καύσιμο λίπους, καύσιμο για φοντύ, καύσιμο για kerosun, καύσιμο στα βουλγαρικά, гориво στα ελληνικά
καύσιμο στα βουλγαρικά