lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμο στα σλοβακική

Λέξη:
καύσιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σλοβακική
Μεταφράσεις (2):
opál, palivo
Σχετικές λέξεις:
σλοβακική καύσιμο, καύσιμο υδρογόνο, καύσιμο υβριδικό, καύσιμο λίπους, καύσιμο για φοντύ, καύσιμο για kerosun, καύσιμο στα σλοβακική, opál στα ελληνικά
καύσιμο στα σλοβακική