lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμο στα σουηδικά

Λέξη:
καύσιμο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
opal, bensin, bränsle, drivmedel, drivstoff, motorbränsle
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καύσιμο, καύσιμο υδρογόνο, καύσιμο υβριδικό, καύσιμο λίπους, καύσιμο για φοντύ, καύσιμο για kerosun, καύσιμο στα σουηδικά, opal στα ελληνικά
καύσιμο στα σουηδικά