ναρκώνω συνώνυμο, ναρκώνω στα αγγλικά
αντιπάθεια κτήριο εχεμύθεια καγκελάριος λάμπα μεταλλουργία σιωπή χειροκροτώ ασφαλής παίρνω υπογράφω ραντίζω παρατσούκλι κενός επίσης γερουσιαστής φροντίδα ευκαιρία επίπλωση καταρράκτης