lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα γερμανικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (21):
abtragen, annullieren, aufheben, ausgehalten, aushalten, ausstehen, auszuhalten, dulden, entfernen, erdulden, erleiden, ertragen, gelitten, halten, hinnehmen, leiden, stornieren, strapazieren, tilgen, vertagen, vertragen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα γερμανικά, abtragen στα ελληνικά
αντέχω στα γερμανικά