lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γόμα στα ουκρανικά

Λέξη:
γόμα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
гума, гумка, гумовий, камедь, каучук, каучуковий, резинка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γόμα, γόμα υαλοβάμβακος, γόμα τοίχου, γόμα στα αγγλικά, γόμα που σβήνει το χτύπημα στα εισιτήρια του μετρό, γόμα ξανθάνης, γόμα στα ουκρανικά, гума στα ελληνικά
γόμα στα ουκρανικά