lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δρομολόγιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
δρομολόγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
caminho, estrada, recorrido, cale, carreteira, rota, senda, trilho, via
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δρομολόγιο, δρομολόγιο χ93, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο μετρό, δρομολόγιο λεωφορείων, δρομολόγιο στα πορτογαλικά, caminho στα ελληνικά
δρομολόγιο στα πορτογαλικά