lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τυλίγω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bundle, enfold, enwrap, swathe, wrap
τυλίγω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
balit, halit, navinout, obalit, obklopit, obklopovat, obvázat, omotat, ovinout, ovázat, sbalit, zabalit, zahalit, zahalovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufrollen, aufspulen, aufwickeln, einhüllen, einschlagen, einwickeln, umschlagen, wickeln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
linda, vikle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrollar, arropar, empapelar, empañar, enrollar, enroscar, envolver, remangar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enrouler, envelopper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avviluppare, avvolgere, infagottare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anløpe, linda, vikle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завернуть, завертывать, заворачивать, завёртывать, закатывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
linda, nysta, vira
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbuloj
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kietoa, kääriä
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
envolver
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аркуш, включати, включити, включіть, втягати, втягнути, відомість, загорніть, загортати, згинати, зігнути, коліна, кошара, лист, листок, пола, простирадло, раунд, складати, складка, скласти, спричинити, спричиняти, хлебтати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zawijać

Σχετικές λέξεις

τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω λεξικό