lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάταγμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
διάταγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
auto, condena, consigna, decreto, diploma, dispositiva, falo, julgamento, mandato, regulamento, sentencia, sentença, veredicto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διάταγμα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα των μεδιολάνων, διάταγμα του μεδιολάνου, διάταγμα του καρακάλλα, διάταγμα της νάντης, διάταγμα στα πορτογαλικά, auto στα ελληνικά
διάταγμα στα πορτογαλικά