lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάταγμα στα τσεχική

Λέξη:
διάταγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (19):
dekret, disponování, mínění, nařízení, názor, odsouzení, opatření, ortel, posouzení, posudek, průpověď, předpis, rozhodnutí, rozsudek, soudnost, uspořádání, ustanovení, výrok, úsudek
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διάταγμα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα των μεδιολάνων, διάταγμα του μεδιολάνου, διάταγμα του καρακάλλα, διάταγμα της νάντης, διάταγμα στα τσεχική, dekret στα ελληνικά
διάταγμα στα τσεχική